Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Είναι κρατικές τελικά οι Τράπεζες που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια;


Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης
Δικηγόρος Αθηνών 


Το ελληνικό δημόσιο προέβει επανειλημμένως στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών... με χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων. Αποτελεί διεθνή πρακτική, όταν το κράτος στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες, να αλλάζουν οι διοικήσεις των τραπεζών, να ενισχύονται οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, η διαφάνεια στη λειτουργία τους και έτσι καθίστανται κρατικές. Αφού το κράτος δύναται να ορίζει τις διοικήσεις των τραπεζών,μπορεί να προβεί άμεσα στην διαγραφή-κούρεμα κόκκινων δανείων,υπερχρεωμένων νοικοκυριών. 

Άλλωστε,η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της, ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και σε άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, τα λεγόμενα χρηματοδοτικά ιδρύματα. Με δεδομένα τον κυρίαρχο ρόλο της τραπεζικής διαμεσολάβησης στη χρηματοδότηση της οικονομίας και την καθοριστική συμμετοχή των τραπεζών στα συστήματα πληρωμών και τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κατ’ ακολουθίαν η ομαλή λειτουργία των αγορών και η ανάπτυξη της οικονομίας εξαρτώνται ουσιωδώς από τη σταθερότητα και την αποτελεσματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Σημειώνεται ότι το Δημόσιο εκτός από ρευστότητα ενίσχυσε τις τράπεζες και με κεφάλαια. Αρχικά με την έκδοση προνομιούχων μετοχών (συνολικού ύψους 5 δισ. ευρώ) και αργότερα, μετά το PSI, με την ανακεφαλαιοποίηση (το συνολικό πακέτο ανέρχεται σε 50 δισ. ευρώ). Άρα,οι τράπεζες είναι κρατικές,αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το ελληνικό δημόσιο και οι διοικούντες,επιθυμούν να ασκήσουν τα δικαιώματα του δημοσίου.

Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και πολύ νωρίτερα το μνημόνιο , προβλέπει ότι "οι τράπεζες θα συνεχίσουν να λειτουργούν αυστηρά βάσει των αρχών της αγοράς χωρίς καμία παρέμβαση από την κυβέρνηση", ενώ και "η ανεξαρτησία του ΤΧΣ θα είναι πλήρως σεβαστή και θα ενισχυθεί η δομή της διακυβέρνησής του με σκοπό την πρόληψη πολιτικών παρεμβάσεων στη διαχείριση ή τις δραστηριότητές του".

Τι ισχύει λοιπόν για τις διοικήσεις των τραπεζών;

Όπως προβλέπει το μνημόνιο, τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών θα διορίζονται χωρίς καμία κρατική παρέμβαση με βάση τη νομοθεσία της Ε.Ε. και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, λαμβάνοντας υπόψιν τους ειδικούς κανόνες για το ελληνικό ΤΧΣ αναφορικά με τα δικαιώματα των ιδιωτών μετόχων. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ενεργεί βάσει ολοκληρωμένης στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα και τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου, όπως αυτή κάθε φορά επικαιροποιείται. Το ΤΧΣ εδρεύει στην Αθήνα και η διάρκεια του ορίζεται μέχρι και την 30η Ιουνίου 2020. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να παρατείνεται η διάρκειά του, εφόσον είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των σκοπών του.

Σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό της, η εταιρική διακυβέρνηση αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της διοίκησης μιας επιχείρησης, του διοικητικού συμβουλίου, των μετόχων της και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, όπως οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους. Ορίζει επίσης τη δομή μέσω της οποίας ορίζονται οι στόχοι μιας επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους και για τη διασφάλιση εποπτείας των λαμβανόμενων αποτελεσμάτων.

Το βασικό ερώτημα είναι εάν οι ισχύοντες κανονισμοί και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους και της Κεντρικής Τράπεζας είναι αρκετοί να εξασφαλίσουν την εφαρμογή πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης στο χώρο των τραπεζών. Η απάντηση είναι αρνητική για δύο κύριους λόγους:

Πρώτον, οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επέμβουν μόνο μετά από την αποκάλυψη της κρίσης. Αλλά ακόμα και κατά την εκ των υστέρων ανάμειξή τους, δεν είναι εύκολο για τους ελεγκτές να προσδιορίσουν εγκαίρως τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος ή ακόμα και την κατάχρηση σε μια τράπεζα, ώστε να προβούν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να μηδενίσουν τις απώλειες (ζημίες) των επενδυτών. - Δεύτερον, οι αρχές που έχουν την ευθύνη της σωστής λειτουργίας των Τραπεζών, καθυστερούν συχνά να αντιληφθούν τους κινδύνους που δημιουργούνται από την κυκλοφορία στην χρηματοοικονομική αγορά καινοτόμων και πολύπλοκων χρηματοοικονομικών προϊόντων (δομημένα ομόλογα, παράγωγα με συνδυασμό πακέτο μετοχών κ.λπ.), ή/και με την διακριτική ανοχή των διοικούντων, ή ακόμα και την ανεκτικότητα των κεντρικών τραπεζών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των εμπορικών τραπεζών.

Η αρνητική απάντηση στο βασικό ερώτημα αν οι ισχύοντες κανονισμοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι αρκετοί να εξασφαλίσουν την εφαρμογή πρακτικών καλής εταιρικής διακυβέρνησης, αναδεικνύει ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα το: «ποιος ελέγχει τα όργανα ελέγχου»; Με άλλα λόγια, ποιος ελέγχει ότι οι διευθυντές των τραπεζών ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο στους οφειλέτες, ώστε να περιορίσουν τον υπερβολικό κίνδυνο; 

Αρχικά, ο Diamond (1984) υποστήριξε ότι αυτή η ερώτηση (και ο πιθανός διπλασιασμός του κόστους του ελέγχου για τους καταθέτες) θα μπορούσε να αγνοηθεί, αναφέροντας ότι αφενός, εάν η τράπεζα είναι αρκετά καλά διαφοροποιημένη (διασπορά κινδύνου χαρτοφυλακίου) μπορεί σχεδόν τέλεια να εγγυηθεί μια σταθερή απόδοση στους καταθέτες της και αφετέρου, ότι δεν είναι απαραίτητος ο συνεχής διαχειριστικός έλεγχος της τράπεζας. Απλά αρκεί ένας λογιστικός έλεγχος όταν παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα. Εντούτοις, πιο πρόσφατα αναγνωρίστηκε ότι τα κίνητρα των τραπεζών για έλεγχο συντηρούνται μόνο εάν δεν υπάρχει καμία εγγύηση των καταθέσεων και η συμβατική υποχρέωση των τραπεζών να εξυπηρετούν πρώτα τις ανάγκες των καταθετών σε ρευστό, λειτουργεί περιοριστικά (αν όχι απειλητικά) σε επικίνδυνες επενδυτικές αποφάσεις των διοικούντων (Diamond & Rajan, 2000). Ακόμα κι αν κάποιος θεωρήσει ότι η κατάργηση της εγγύησης των καταθέσεων θα αποτελούσε ένα σημαντικό κίνητρο για τις τράπεζες ώστε να ελέγχουν πιο σωστά τους δανειζόμενους, πολλοί αμφιβάλουν για την δυνατότητα των καταθετών να ελέγξουν τις τράπεζες λόγω του υψηλού κόστους της επεξεργασίας των πληροφοριών και του ελέγχου της αποδοτικότητας των τραπεζών.

Κατά γενική διαπίστωση, οι υφιστάμενες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης – είτε πρόκειται για τις αρχές του ΟΟΣΑ είτε για τις συστάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για τον τραπεζικό τομέα είτε για την κοινοτική νομοθεσία – κάλυπταν ήδη σε ορισμένο βαθμό τους προβληματισμούς που ανέδειξε η χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε και την έλλειψη πραγματικής αποτελεσματικότητας των αρχών της εταιρικής διακυβέρνησης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις τράπεζες. Για την εξήγηση του φαινομένου αυτού εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, όπως οι εξής:  οι υφιστάμενες βασικές αρχές είχαν πολύ μεγάλο εύρος και δεν ορίζονταν με αρκετή ακρίβεια. 

Κατά συνέπεια, άφηναν υπερβολικά περιθώρια ερμηνείας στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Εξάλλου, είχαν αποδειχθεί δύσκολοι στην εφαρμογή τους, καταλήγοντας τις περισσότερες φορές σε μια καθαρά τυπική εφαρμογή (του τύπου «επιλέξτε ένα τετραγωνίδιο»), χωρίς πραγματική ποιοτική αξιολόγηση·  η απουσία σαφούς διάκρισης των ρόλων και των αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εφαρμογή τους τόσο στο εσωτερικό του χρηματοπιστωτικού οργανισμού όσο και με την εποπτική αρχή  η νομική φύση των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης: απλές συστάσεις από διεθνείς οργανισμούς ή διατάξεις κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης χωρίς δεσμευτική υποχρέωση συμμόρφωσης, εταιρική διακυβέρνηση που παραβλέπεται από τις εποπτικές αρχές, αδυναμία διενέργειας των σχετικών ελέγχων, απουσία αποτρεπτικών κυρώσεων, όλα αυτά τα στοιχεία συνετέλεσαν στο να μην εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε γενικότερα τα όρια του υφιστάμενου συστήματος εποπτείας: παρότι διαθέτουν ορισμένα εργαλεία που τους επιτρέπουν να παρεμβαίνουν στην εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι εποπτικές αρχές, σε επίπεδο είτε εθνικό είτε ευρωπαϊκό, δεν ήταν συνολικά σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικά την εποπτεία τους σε ένα πλαίσιο χρηματοπιστωτικής καινοτομίας και ταχείας εξέλιξης του εμπορικού μοντέλου των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές δεν κατόρθωσαν επίσης να θεσπίσουν ορθές πρακτικές όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση στους κόλπους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. 

Σε πολλές περιπτώσεις οι εποπτικές αρχές δεν φρόντισαν να βεβαιωθούν εάν τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων και η εσωτερική οργάνωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών είχαν προσαρμοστεί στις αλλαγές του εμπορικού μοντέλου των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στη χρηματοπιστωτική καινοτομία. Οι εποπτικές αρχές παρέλειψαν επίσης ενίοτε να εφαρμόσουν επαρκώς τα αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας των μελών των διοικητικών συμβουλίων («fit and proper test») των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. 

Γενικότερα, ο προβληματισμός που συνδέεται με τη διακυβέρνηση των ίδιων των εποπτικών αρχών, και ιδίως τα μέσα για την αντιμετώπιση του κινδύνου της κανονιστικής άλωσης («regulatory capture») ή της έλλειψης πόρων, δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης. Εξάλλου, καθίσταται όλο και πιο προφανές ότι οι εδαφικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών δεν αντιστοιχούν πλέον στη γεωγραφική και τομεακή εμβέλεια των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτό περιπλέκει ακόμη περισσότερο την διαχείριση κινδύνων και την τήρηση των κανονιστικών προτύπων από τους οργανισμούς αυτούς και δημιουργεί μια πραγματική πρόκληση σε ό,τι αφορά την οργάνωση και τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών.

Οι ελεγκτές διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στο σύστημα της εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών διότι παρέχουν τη διαβεβαίωση στην αγορά ότι οι οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονται από τους οργανισμούς αυτούς αποτυπώνουν την πραγματική κατάστασή τους. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων επειδή τα γραφεία ελέγχου πληρώνονται και παίρνουν εντολή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις των οποίων αναλαμβάνουν να ελέγξουν τους λογαριασμούς. 

Επίσης, στην παρούσα φάση δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση που να δίνει τη δυνατότητα να επιβεβαιωθεί ότι η απαίτηση που ισχύει για τους ελεγκτές των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δυνάμει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όταν διαπιστώνουν γεγονότα που πρόκειται να έχουν πιθανότατα σοβαρή επίπτωση στη χρηματοοικονομική κατάσταση του οργανισμού, τηρήθηκε όντως στην πράξη. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...