Σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα» και νομίζω δεν έχω διαβάσει καλύτερη παρομοίωση. Μόνον εκείνη μπορεί να αποδώσει τόσο πιστά ένα τέτοιο συναίσθημα, απέραντο όπως κι εκείνη. Και μόνον όσοι έχουν
βιώσει τον έρωτα είναι σε θέση να καταλάβουν αυτήν τη συσχέτιση.
Στέκομαι και κοιτάζω τη θάλασσα. Το μπλε της χρώμα, που τόσο λατρεύω, μου γνέφει να την πλησιάσω. Μια άγρια χαρά με κατακλύζει, αναμεμειγμένη με φόβο και λαχτάρα. Φοβάμαι, όμως, θέλω να βουτήξω. Ανυπομονώ να κάνω τα λίγα βήματα που μας χωρίζουν, να εκμηδενίσω τη μεταξύ μας απόσταση.
Αφήνομαι στο ρυθμό της, ψυχή τε και σώματι. Της επιτρέπω να με καταπιεί με αργές κινήσεις, με τον ίδιο τρόπο που επέτρεψα σε ‘σένα να με κατακλύσεις. Παραδίδω τον εαυτό μου στα χέρια της αδιαφορώντας για τις συνέπειες· ακριβώς όπως έγινε μ’ εμάς.
Τι ευτυχία είναι αυτή; Δε χορταίνω να κολυμπώ. Μια ξαπλώνω στην επιφάνεια και μια βυθίζομαι με ορμή μέσα στην υδάτινη αγκαλιά της. Την κοιτάζω και νομίζω ότι βλέπω τα μάτια σου. Πάντα μ’ ανατρίχιαζε η ματιά σου. Με προκαλούσε να αφεθώ ολοένα και περισσότερο, να προχωρήσω τρέχοντας, χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγήσει. Και συνεχίζω όλο και πιο βαθιά.
Γιατί άλλαξε ξαφνικά το χρώμα της; Τι είναι αυτό το σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, που επικρατεί; Πού πήγε εκείνο το γαλάζιο που γινόταν ακόμα πιο φωτεινό καθώς έπεφτε πάνω του ο ήλιος; Και πάλι φόβος. Δε μ’ αρέσει εδώ, θέλω να γυρίσω πίσω στη στεριά. Τρέμω, όπως κάνω κάθε φορά που εσύ εξαφανίζεσαι. Τρέμω ότι θα σε χάσω και θα χαθώ κι εγώ μαζί.
Με τρελαίνει η σκέψη ότι το μπλε που αγαπώ προσπαθεί να σαγηνεύσει ξένα σώματα. Και κάπου εκεί, εντελώς ξαφνικά, μια φωνή μέσα μου με διατάζει να κάνω μεταβολή και να τρέξω. Να φύγω μακριά, πριν προλάβεις να με δεις σκοτεινιασμένη, πριν καταλάβεις την ανησυχία μου. Να σε αφήσω για πάντα.
Αποφασίζω να γυρίσω πίσω. Στρέφομαι αποφασιστικά προς τη στεριά και ξεκινάω. Κάπου στη μέση όμως σκοντάφτω. Κοιτάζω χαμηλά προς το βυθό και βλέπω τ’ απομεινάρια ενός έρωτα: λίγα ρούχα, ένα ρολόι και παραδίπλα κάτι που ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, με έναν διακριτικό ήχο· μια καρδιά.
Είναι οι άτυχοι, εκείνοι που θέλοντας να ζήσουν το απόλυτο, έπεσαν πάνω σε «βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες». Καταφέρνω να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου και συνεχίζω κολυμπώντας προς τα έξω. Κλείνω τα μάτια μην αντέχοντας να δω κι άλλα απομεινάρια από περασμένους έρωτες κι όταν τα ανοίγω, το μπλε που αγαπώ είναι εκεί και με κοιτάζει. Με αιχμαλωτίζει μ’ αυτή τη ματιά που μόνον εκείνο ξέρει να ρίχνει κι εγώ παγώνω στη θέση μου.
Δε θέλω να χάσω ούτε δευτερόλεπτο απ’ αυτές τις στιγμές. Κοιτάζω δεξιά-αριστερά και σκάω ένα χαμόγελο, καθώς το γαλάζιο κι ο ήλιος είναι πάλι στη θέση τους. Ρίχνω στο πυρ το εξώτερον τις παλιές μου φοβίες κι υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι εδώ θα μείνω γιατί εδώ ανήκω. Μαζί με το μπλε που τόσο λατρεύω. «Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι».
Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου