Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

O Άγιος Σπυρίδωνας Η Ζωή και τα Θαύματα του

 
«Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδωνας αγροίκος μεν ων ως ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία γεννηθείς εις την Κυπρίαν επαρχίαν».

Το πιο πάω απόσπασμα είναι παρμένο από παλιό χειρόγραφο, γραμμένο από τον Τριφύλλιο, μαθητή και βιογράφο του Αγίου και αργότερα επίσκοπο Λευκωσίας. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι καταγωγή και ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν η Άσσια.


Η ζωή του Αγίου

Ο Άγιος Σπυρίδωνας έζησε από τα παιδικά του χρόνια τη ζωή του βοσκού. «Ανήρ αγροίκος» ονομάζεται από το βιογράφο του, δηλ. απλοϊκός από αγροτική περιοχή. Και προσθέτομεν εμείς «Αλλά πραγματικός ανήρ».

Πέρασε την παιδική και την εφηβική του ηλικία στην Άσσια έχοντας σαν συντροφιά το κοπάδι του, τα πρόβατα και το Ευαγγέλιο που βρισκόταν πάντα μέσα στη «βούρκα» του.

Αφού ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε και απέκτησε από το γάμο αυτό μια μοναχοκόρη, την Ειρήνη. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από το γάμο του και η γυναίκα του, άγνωστο πώς, πέθανε. Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατός της δεν κλονίζει τον Άγιο. Αντίθετα, περισσότερο σφυρηλατεί την πίστη του και τον ενδυναμώνει στη θεία αποστολή που είναι ταγμένος.

Μετά τις φροντίδες για την κόρη του και για το κοπάδι του, η ανάγνωση του Ευαγγελίου γίνεται η μοναδική και προσφιλής απασχόληση του Αγίου. Δεν αρκείται όμως στην απλή ανάγνωση του θείου λόγου. Για το Σπυρίδωνα, κι αυτό το καταμαρτυρεί η ζωή του ολόκληρη, τα έργα προέχουν. Ακολουθώντας πιστά ο ίδιος τα θεία ρήματα, διδάσκει και συγχρόνως νουθετεί τους χωριανούς του. Είναι γι' αυτούς ο τύπος και υπογραμμός του Ευαγγελίου.

Αργά αλλά σταθερά η φήμη του Αγίου βοσκού της Άσσιας ξεπερνά τα στενά όρια της Άσσιας και των γύρω χωριών και καλύπτει όλη την Κύπρο. Αποτέλεσμα τούτου είναι να ψηφιστεί ομόφωνα επίσκοπος της γειτονικής της Άσσιας πόλης, της Τρεμιθούντος, όταν χήρεψε ο επισκοπικός της θρόνος. Γίνεται έτσι ο Άγιος και βοσκός λογικών προβάτων, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να βόσκει και τα πρόβατά του στους κάμπους της Άσσιας και της Τρεμετουσιάς. Και οι Ασσιώτες, που τόσο πολύ αγαπούν και σέβονται το Σπυρίδωνα, δεν μπορούν να τον νιώθουν έστω και τόσο λίγο μακριά τους. Δεν αργούν όμως να ανακαλύψουν ότι ο Άγιος τους άφησε σημάδια αμετακίνητα της αγάπης του και της παρουσίας του. Πάνω στην «παμπούλα του Γιακουμίτη» βρίσκουν ίχνη από ποδίνα ανθρώπου, πατήματα προβάτων και αμαξιού, και οπλές αλόγου, όλα χαραγμένα πάνω σε σκληρή πέτρα, βαθιά ριζωμένα στη γη. Γίνεται σε όλους πια αντιληπτό ότι τα ίχνη αυτά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ίχνη από τα πόδια του Αγίου, το κοπάδι και το άλογό του, σημάδια παντοτινά της παρουσίας του στην Άσσια.


Τα Θαύματά του

Ο Άγιος κατά την επίγειά του ζωή έκαμε πολλά θαύματα τα οποία έγιναν γνωστά σε όλη την Κύπρο. Μετά το θάνατό του (348 μ.Χ.) δεκαεπτά (17) τέτοια θαύματα κατέγραψε ο μαθητής του Τριφύλλιος και είκοσι πέντε (25) ο επίσκοπος Πάφου Θεόδωρος. Πολύ γλαφυρά και παραστατικά περιγράφει αρκετά από τα θαύματα του Αγίου ο Νέαρχος Κληρίδης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Σπυρίδωνας και τα έργα του». Μερικά από τα θαύματα αυτά τα δανειζόμαστε και τα παραθέτουμε εδώ όπως ο Ν. Κληρίδης τα αναφέρει στο πιο πάνω βιβλίο του.

Στην περίπτωση της μεγάλης ανομβρίας που πλάκωσε την Κύπρο τότε, όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τον Άγιο Σπυρίδωνα, γιατί πίστευαν πως ο Θεός θα τον άκουε. Κι άρχισε τότε με τις προσευχές του μια βροχή που τελειωμό δεν είχε και που κόντευε να κάνει μεγαλύτερο κακό στον τόπο από την ανομβρία.

Και πάλι με του αγίου τις προσευχές σταμάτησε το κακό. Κι όταν ένας φτωχός σε περίπτωση πείνας μεγάλης πήγε κοντά του και του παραπονέθηκε κλαίοντας πως ο πλούσιος Τρεμετουσιώτης έμπορος με γεμάτες τις αποθήκες του αρνείται να τον δανείσει λίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένειά του, ώσπου νάρθει το καλοκαίρι, οπότε θα του πλήρωνε το δάνειο με τον τόκο του, ο άγ. Σπυρίδωνας τον συμβούλεψε να μην απελπίζεται, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος και θα βρει τρόπο να τον βοηθήσει. Την επόμενη μέρα ένας τρομερός κατακλυσμός γκρέμισε τις αποθήκες του σκληρού εκείνου τοκογλύφου και όλοι οι φτωχοί της Τρεμιθούντας μάζεψαν μπόλικο σιτάρι για να θρέψουν τα παιδιά τους στην μεγάλη εκείνη περίοδο της πείνας. Με όλη τη θεϊκή τιμωρία που έπαθε ο τοκογλύφος εκείνος της Τρεμιθούντας, δεν άλλαξε καρδιά και τακτική. Εξακολούθησε νάναι σκληρός προς τους φτωχούς συμπολίτες του και σε μια άλλη περίπτωση πείνας αρνήθηκε να δώσει σ? ένα φτωχό σιτάρι για την οικογένειά του, επιμένοντας να του δώσει ενέχυρο για ασφάλεια. Ο φτωχός έτρεξε στον εύσπλαχνο επίσκοπο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο επίσκοπος όμως, φτωχός σαν κι εκείνο, δεν είχε τίποτε να του δώσει εκτός από λόγους παρηγοριάς και υπομονής. Ο φτωχός γύρισε στο σπίτι του με αδειανά χέρια, αλλά γεμάτος με πίστη στη βοήθεια του Θεού. Σε λίγο μπαίνει στο σπίτι του ο άγ. Σπυρίδωνας και του δίνει ένα ολόχρυσο φίδι, προσθέτοντας πως το δανείστηκε από κάποιο φίλο του, μόνο και μόνο για να τον βοηθήσει να δανειστεί όσο σιτάρι χρειαζόταν για την οικογένειά του.

Ο φτωχός παρουσιάστηκε στον τοκογλύφο, έβαλε ενέχυρο το ολόχρυσο φίδι και πήρε όσο σιτάρι χρειαζόταν. Η σοδειά εκείνη τη χρονιά ήταν εξαιρετικά μεγάλη, κι ο φτωχός μπόρεσε να ετοιμάσει το σιτάρι που δανείστηκε και τον τόκο του. Το παράδωσε στον τοκογλύφο, που λογάριαζε να του μείνει ο θησαυρός, γιατί δε φαντάστηκε ποτέ πως μπορούσε ο φτωχός εκείνος να σοδιάσει τόσο σιτάρι, και παράλαβε το ενέχυρό του. Πήγε αμέσως στον άγ. Σπυρίδωνα και του το παράδωσε. Ο άγ. όμως του είπε να πάνε μαζί να το παραδώσουν εκεί από όπου το δανείστηκε. Πήγαν. Στη μέση του δρόμου πρόσταξε ο άγιος τον φτωχό να βάλει το χρυσαφένιο φίδι. Εκτελεί το θέλημά του και έκπληκτος ο φτωχός βλέπει το φίδι να γίνεται αληθινό, να ζωντανεύει και να κρύβεται σε παρακείμενο θάμνο, ενώ με τη ματιά του είδε που ο άγ. Σπυρίδωνας είχε σηκωμένα τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό. Η ιστορία αυτή συγκίνησε βαθιά όλους τους χριστιανούς της Τρεμιθούντας, μα δεν επρόκειτο να σταματήσει ως εδώ η συγκίνησή τους. Όταν έμαθαν τη νίκη του στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στα 325 στη Νίκαια, που ανάγκασε ένα φοβερό συζητητή Αρειανό να παραδεχτεί πως είναι λαθεμένα εκείνα που διδάσκει, μεγάλωσε πιο πολύ ο θαυμασμός τους. Εκείνο όμως που τους έκαμε να παραδεχτούν οριστικά πως ήταν άνθρωπος του Θεού, ήταν που μόλις γύρισε από τη Νίκαια, πήγε στον τάφο της κόρης του Ειρήνης, που πέθανε όταν έλειπε, και τη ρώτησε πού φύλαξε το χρυσαφένιο στολίδι μιας γυναίκας η οποία το ζητούσε από τον άγ. Σπυρίδωνα σαν γύρισε. Η κόρη του του απάντησε από τον τάφο της και, σαν γύρισε σπίτι, βρήκε το κόσμημα στη θέση που του είπε, και το παράδωσε στη γυναίκα που το ζητούσε. Το ίδιο επανέλαβε σε λίγες μέρες, που ένας έμπορος ήρθε από το ταξίδι του στο εξωτερικό, και ζήτησε από τον άγ. Σπυρίδωνα το χρυσαφένιο στολίδι που έδωσε στην κόρη του να φυλάξει, ώσπου να γυρίσει από το ταξίδι.

Η ταπεινή και άγια ζωή του και τα πλήθη των θαυμάτων του τροφοδοτούσαν αδιάκοπα τη φαντασία των χριστιανών σε σημείο πραγματικά εκπληκτικό. Λίγοι από τους αγίους έφτασαν σε τόσο σημείο θαυμασμού από τους συγχρόνους τους, σε όσο έφτασε ο άγ. Σπυρίδωνας, όταν βρισκόταν ακόμη στη ζωή και πατούσε τα χώματα της Τρεμιθούντας. Ποιος τολμούσε να αμφισβητήσει ένα από τα θαύματά του, όπως τα διηγούνταν οι σύγχρονοί του; Και ποιος τολμούσε να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό τους πως ένα βράδυ που λειτουργούσε ο άγ. Σπυρίδωνας στον ναό της Τρεμιθούντας, και τυχαία δεν πήγε κανένας χριστιανός στην εκκλησία εκείνο το βράδυ, έψαλλαν μαζί του άγγελοι μέσα στο ναό κι ακούονταν οι ψαλμωδίες των σε μεγάλη απόσταση έξω από το ναό;

Και ποιος τολμούσε να αμφισβητήσει τη δήλωση των υπηρετών του ναού που ένα βράδυ - κάθε βράδυ βρισκόταν ο επίσκοπος στο ναό για την ακολουθία του λεγομένου Λυχνικού, το οποίο γινόταν πάντα με το άναμμα των λύχνων - έλειψε ξαφνικά το λάδι από το ελαιοδοχείο κι ο άγιος με την προσευχή του το έκανε να ξαναγεμίσει σαν γέμισε το ελαιοδοχείο της χήρας από το προφήτην Ηλία.


Ο Άγιος Σπυρίδωνας και οι κλέφτες

Ένα βράδυ, κατά τα μεσάνυχτα, δυο κλέφτες κατέβηκαν στο μαντρί του με σκοπό να κλέψουν γίδια. Την ώρα εκείνη ο άγ. Σπυρίδωνας κοιμόταν βαθιά, κι ούτε είδηση πήρε πως κατέβηκαν κλέφτες στο μαντρί του. Έτσι οι κλέφτες μπορούσαν ανενόχλητοι και ήσυχοι να κάνουν τη δουλειά τους. Διάλεξαν λοιπόν τα πιο παχιά γίδια, τάδεσαν, και προχώρησαν κατά την έξοδο. Δεν μπόρεσαν όμως με κανένα τρόπο να βγουν από το μαντρί. Όλη τη νύχτα παιδεύτηκαν χωρίς να μπορέσουν να βρούνε την πόρτα.

 

Κατά τα χαράματα ο άγ. Σπυρίδωνας ξύπνησε, πήρε τη σάκκα του και την αγκλίτσα του και προχώρησε στο μαντρί. Ήταν η ώρα που έπρεπε να οδηγήσει το κοπάδι στη βοσκή. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στην άλλη πλευρά του μαντριού του βλέπει δυο ανθρώπους νάχουν δεμένα από δυο γίδια, και να προχωρούν κατά τον τοίχο. Σταματά εκεί και τους παρακολουθεί. Τους βλέπει να γυρίζουν πίσω και να ξαναπροχωρούν στην έξοδο που δεν την εύρισκαν. Κάνοντας αδιάκοπα δοκιμές για να βρούνε την έξοδο, έφτασαν και στο μέρος που στεκόταν ο άγ. Σπυρίδωνας. Πήγαν κοντά του χωρίς να τον δουν, γιατί ήσαν θαμπωμένα τα μάτια τους και δεν έβλεπαν καθαρά.

 

Ο άγ. Σπυρίδωνας τους φώναξε τότε και τους ρώτησε τι θέλουν. Οι κλέφτες, που κατάλαβαν αμέσως πως τους μιλά ο άγ. Σπυρίδωνας, είπαν την αλήθεια. Είπαν πως μπήκαν στο μαντρί με σκοπό να κλέψουν μερικά γίδια, μα δεν τα κατάφεραν να βρούνε την πόρτα, αν και βασανίστηκαν όλη τη νύχτα. Αμέσως γιατρεύτηκαν τα μάτια τους, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά. Παρακάλεσαν τότε τον άγ. Σπυρίδωνα να τους συγχωρέσει και να μη τους παραδώσει στη δικαιοσύνη.

 

Ο άγ. Σπυρίδωνας τους είπε πως οι κακές πράξεις πάντοτε τιμωρούνται, και στον κόσμο δεν υπάρχει άνθρωπος, που έκανε κακή πράξη χωρίς να τιμωρηθεί. Τα βάσανα που υπόφεραν όλο το βράδυ, χωρίς να μπορέσουν να βγούνε από το μαντρί, είναι γι' αυτούς αρκετή τιμωρία. Πρόσθεσε ακόμα πως τους συγχωρά για την κακή τους πράξη, αλλά με τη συμφωνία να μην το ξανακάνουν. Εκείνοι, με δάκρυα στα μάτια, υποσχέθηκαν να μην ξανακάνουν τέτοια πράξη, κι ο άγ. Σπυρίδωνας τους χάρισε τα γίδια για την υπόσχεση που του έδωκαν. Πραγματικά οι δυο κλέφτες έγιναν από την ημέρα εκείνη καλοί άνθρωποι, και κάθε μέρα θυμούνταν την καλοσύνη και τις παραγγελιές του άγ. Σπυρίδωνα.

 


Ο ζωέμπορος και το γίδι

Όταν ο άγ. Σπυρίδωνας γύρισε στην επισκοπή του από την Αντιόχεια, στην οποία πήγε για να γιατρέψει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνστάντιο, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας ζωέμπορος, με σκοπό να αγοράσει 100 γίδια από το κοπάδι του.

Ο άγιος Σπυρίδωνας δέχτηκε να πουλήσει στον ζωέμπορο τα 100 γίδια που ζήτησε, και συμφώνησαν και για την αξία τους. Ο ζωέμπορος, όμως, που ήξερε πως ο άγ. Σπυρίδωνας δε θα μετρούσε τα χρήματα, πλήρωσε την αξία των 99 γιδιών και στοίβασε τα λεφτά απάνω στο τραπέζι. Ο άγιος του είπε να τα βάλει μέσα στο συρτάρι του ερμαριού του, κι ο ζωέμπορος τάρριξε πρόθυμα στο συρτάρι. Ο άγ. Σπυρίδωνας είπε τότε στον ζωέμπορο να πάει στη μάντρα και να ξεχωρίσει ένα ένα τα πιο παχιά γίδια του κοπαδιού. Ξεχώρισε 100, έκλεισε τη μάντρα και ξεκίνησε, οδηγώντας τα γίδια με τη βοήθεια του παραγιού του. Τη στιγμή που ξεκίνησε, το τελευταίο γίδι ξέφυγε από τα άλλα και, φωνάζοντας μπεε, μπεε, γύρισε κατά τη μάντρα. Ο ζωέμπορος το μάλωσε και, τρέχοντας το με την αγκλίτσα του, το ανάγκασε να προχωρήσει κατά τα άλλα γίδια. Όμως εκείνο πάλιν ξέφυγε και γύρισε κατά τη μάντρα κι ο ζωέμπορος πάλι το μάλωσε και το ανάγκασε να προχωρήσει εκεί που ήθελε αυτός. Δεν τέλειωσε όμως το κυνηγητό του γιδιού, γιατί μόλις σμιγόταν με τα άλλα γίδια, ξέφευγε και γύριζε στη μάντρα, θέλοντας να μείνει εκεί. Ο ζωέμπορος θύμωσε στο τέλος και, με την αγκλίτσα του τσάκωσε το γίδι και το φορτώθηκε στους ώμους του. Το γίδι όμως δεν υποχώρησε. Άρχισε τα μπεε, μπεε και με τα κέρατά του χτυπούσε δυνατά το κεφάλι του ζωέμπορου. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ο άγ. Σπυρίδωνας και είπε στον ζωέμπορο:

«Άφησέ το, χριστιανέ μου, το γίδι αυτό! Άφησέ το να γυρίσει στη μάντρα. Δε θέλει, βλέπεις να πάει με τ' άλλα γίδια, κι η αιτία είναι που δεν πλήρωσες την αξία του. Πώς ήταν δυνατό να πληρώσεις για 99 γίδια και να πάρεις 100;»

Ο ζωέμπορος κιτρίνισε από το φόβο του. Κατάλαβε το λάθος του, κι έπεσε στα πόδια του αγίου, ζητώντας συγχώρεση. Ο άγιος Σπυρίδωνας τον συγχώρεσε, κι εκείνος με τα 99 γίδια πήγε στο χωριό του, όπου άρχισε να διηγείται σε κάθε χωριανό του την ιστορία αυτή.


Ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο καραβοκύρης

Στη μακρινή εκείνη εποχή, που ο άγ. Σπυρίδωνας ήταν επίσκοπος στην Τρεμιθούντα, είχε ξαπλωθεί σε όλη την Κύπρο η φήμη πως ο άγ. Σπυρίδωνας ήταν τόσο σπλαχνικός ώστε να μη διώχνει ποτέ κανένα που χρειαζόταν βοήθειά του από την επισκοπή του.

Μια μέρα πήγε στην Τρεμιθούντα ένας καραβοκύρης από την παλιά πολιτεία της Κύπρου που λεγόταν Κίτιο. Ο καραβοκύρης αυτός ήταν ένας φτωχός οικογενειάρχης, ο οποίος με πολλές δυσκολίες κατάφερε να κάνει δικό του ένα καράβι με τα πανιά. Με αυτό ταξίδευε σε γειτονικές χώρες και κουβαλούσε εμπορεύματα από τη μια χώρα στην άλλη. Με τούτη τη δουλειά κέρδισε όσα χρήματα χρειαζόταν για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Όμως για τούτη τη δουλειά χρειαζόταν νάχει πάντα στην τσέπη του κάμποσα λεφτά, νa αγοράζει μ' αυτά εμπορεύματα, να τα παίρνει σ' άλλη χώρα να τα πουλάει, και ν' αγοράζει απ' εκεί άλλα, τα οποία να παίρνει αλλού για πούλημα.

Για μερικά χρόνια πήγαιναν καλά οι δουλειές του καραβοκύρη. Μια μέρα όμως τον πλάκωσε μια τρομερή θαλασσοταραχή. Είχε φορτώσει το καράβι του με ρύζι από την Αλεξάντρεια για την Κύπρο, και στο δρόμο αναγκάστηκε να ρίξει στη θάλασσα όλο το φορτίο, για να γλιτώσει και ο ίδιος και το καράβι του. Έτσι κάνουν όλοι οι καραβοκύρηδες, όταν τους πλακώνει τρικυμία.

Με αδειανό το καράβι και την τσέπη του γύρισε ο καραβοκύρης θλιμμένος στο σπιτάκι του, στο Κίτιο. Έτσι που κατάντησε, δεν μπορούσε πια να συνεχίσει τα ταξίδια του και να κερδίζει όσα χρειαζόταν για τη συντήρηση της οικογένειάς του.

Οι φίλοι του και οι γνωστοί του τον παρακίνησαν να ζητήσει τη βοήθεια του άγ. Σπυρίδωνα κι ο καραβοκύρης τους άκουσε. Πήγε στην Τρεμιθούντα, βρήκε τον άγ. Σπυρίδωνα και, αφού του μίλησε για τη ζημιά που έπαθε με τη φουρτούνα που τον έπιασε, ζήτησε τη βοήθειά του. Επειδή όμως χρειαζόταν πολλά χρήματα, είπε στον άγ. Σπυρίδωνα να τον δανείσει κι όσα χρήματα του δώσει να τα επιστρέψει, όταν θα γυρίσει από το ταξίδι του.

Ο άγ. Σπυρίδωνας δέχτηκε κι είπε στον καραβοκύρη να ανοίξει το ερμάρι, κι όσα χρήματα είναι στο συρτάρι να τα πάρει. Ο καραβοκύρης ευχαρίστησε τον άγ. Σπυρίδωνα, πήρε τα χρήματα, τα μέτρησε, φίλησε το χέρι του αγίου και ξεκίνησε. Πήγε στο Κίτιο, αγόρασε εμπορεύματα, και ξεκίνησε με το καράβι για την Αίγυπτο. Πούλησε τα εμπορεύματά του και με τα χρήματα που πήρε αγόρασε άλλα και γύρισε στην Κύπρο. Μόλις τα ξεφόρτωσε στο Κίτιο, έγιναν ανάρπαστα από τους εμπόρους. Τα χρήματα που μάζεψε ήταν τόσα πολλά, ώστε μπορούσε με αυτά να ξοφλήσει το χρέος του στον άγ. Σπυρίδωνα, και να περισσέψουν τόσα όσα χρειαζόταν για το εμπόριό του. Ύστερα από 2-3 μέρες, ο καραβοκύρης πήγε στην Τρεμιθούντα κι είπε στον άγ. Σπυρίδωνα πως έφερε τα δανεικά και τον ευχαρίστησε για την καλοσύνη του, προσθέτοντας πως τα χρήματα εκείνα ήταν ευλογημένα, γιατί του έφεραν μεγάλα κέρδη. Ο άγ. Σπυρίδωνας είπε στον καραβοκύρη να βάλει τα χρήματα στην ίδια θέση που τα βρήκε μέσα στο ερμάρι. Ο καραβοκύρης τάβαλε, ευχαρίστησε δεύτερη φορά τον άγ. Σπυρίδωνα και γύρισε στο Κίτι.

Όπως είπαμε, ο καραβοκύρης είχε πια όσα χρήματα του χρειάζονταν για τα εμπόριά του, κι εξακολούθησε τα ταξίδια του. Ύστερα από λίγους μήνες σ' ένα ταξίδι του στη Συρία έπαθε μεγάλες ζημιές από μια τρομερή θαλασσοταραχή που τον βρήκε, και γύρισε στο Κίτιο αδέκαρος. Τι να κάνει τώρα; Από πού να ζητήσει δανεικά; Από πού αλλού; Ένα πρωί βρέθηκε στην επισκοπή της Τρεμιθούντας. Ο άγιος Σπυρίδωνας, γεμάτος καλοσύνη, άκουσε τα παθήματα του καραβοκύρη και τούπε να πάρει τα χρήματα από το ερμάρι, γιατί βρίσκονταν στην ίδια θέση που τάβαλε ο ίδιος πριν λίγους μήνες. Ο καραβοκύρης πήρε τα χρήματα και, αφού ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον άγ. Σπυρίδωνα, γύρισε στο Κίτιο, κι εξακολούθησε τα ταξίδια και τα εμπόριά του.

Με τα χρήματα που πήρε ο καραβοκύρης κέρδισε διπλάσια σε κάθε ταξίδι κι έγινε πλούσιος. Τα πολλά κέρδη τον έκαναν ν΄ αμελήσει από την αρχή να γυρίσει πίσω τα δανεικά που πήρε από τον άγ. Σπυρίδωνα, και στο τέλος να τα ξεχάσει ολότελα. Αγόρασε μεγαλύτερο και καινούριο καράβι, κι άρχισε μεγαλύτερα εμπόρια και μακρινότερα ταξίδια, χωρίς να θυμηθεί καθόλου το ερμάρι του άγ. Σπυρίδωνα.

Σ' ένα μακρινό ταξίδι στην Κρήτη πλάκωσε τον καραβοκύρη μια τρομαχτική τρικυμία. Το κατάφορτο καράβι του έπρεπε να ξεφορτωθεί και να ξαλαφρώσει αλλιώς δε γλίτωνε. Έτσι όλο το φορτίο του ρίχτηκε στη θάλασσα. Ο καραβοκύρης γύρισε στο Κίτιο πανί με πανί. Θυμήθηκε τώρα το χρέος του στον άγ. Σπυρίδωνα, μα πώς να το πληρώσει; Θυμήθηκε ακόμα πώς μονάχα ο άγ. Σπυρίδωνας μπορούσε να τον βοηθήσει για τρίτη φορά, μα πώς να παρουσιαστεί μπροστά του; Δεν πήγε να βάλει τα λεφτά στο ερμάρι του, στη θέση εκείνη, από την οποία τα πήρε. Τι να κάνει τώρα; Πώς να ζήσει; Διηγήθηκε στους φίλους του τη συμπεριφορά του απέναντι στον άγιο εκείνο επίσκοπο, κι εκείνοι τούδωκαν θάρρος πως ο άγιος είναι τόσο καλός που θα τον λυπηθεί και πρέπει να πάει να πέσει στα πόδια του.

Ο καραβοκύρης πείστηκε κι ένα πρωί από τα χαράματα ξεκίνησε για την Τρεμιθούντα. Βρήκε τον άγ. Σπυρίδωνα στο δωμάτιό του, και με δάκρυα στα μάτια του διηγήθηκε τη συμφορά, που τον βρήκε εκεί στης Κρήτης τα νερά. Ο άγιος Σπυρίδωνας του είπε ν' ανοίξει το ερμάρι και να πάρει όσα χρήματα βρει εκεί. Ο καραβοκύρης άνοιξε χαρούμενος το ερμάρι, μα δε βρήκε δεκάρα στη θέση εκείνη που ήξερε. Απορημένος, είπε στον άγ. Σπυρίδωνα πως δεν υπάρχουν εκεί χρήματα, κι ο άγιος του απάντησε:

«Ναι, παιδί μου! Δεν είν' εκεί τα χρήματα, γιατί το χέρι που τα πήρε, δεν τάφερε να τα βάλει στη θέση τους. Λυπούμαι που δεν έχω άλλα να σου δώσω!»

Κι ο καραβοκύρης έφυγε τσακισμένος κι αγανακτισμένος ενάντια στον εαυτό του, που δεν στάθηκε άξιος να γυρίσει πίσω τα χρήματα, για να τα βρει στη δύσκολη εκείνη περίπτωση.


 

Το λείψανό του

 

Ο Άγιος πέθανε το 348 μ.Χ. στην Τρεμιθούντα και το λείψανό του τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα μέσα στο ναό της επισκοπής του. Όταν όμως άρχισαν οι επιδρομές των Σαρακηνών, το 648 μ.Χ. το λείψανό του μετακομίστηκε, για ασφάλεια, στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί φυλαγόταν μέχρι το 1453 μ.Χ., οπότε η Πόλη αλώθηκε από τους Τούρκους. Η θηριωδία και ιεροσυλία που επέδειξαν τότε οι τούρκικες ορδές και ο όχλος είναι σε όλους γνωστές. Το λείψανο του Αγίου κινδύνευε άμεσα.

Ένας ευσεβής ιερέας ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης σύμφωνα με μερικούς, σύμφωνα δε με άλλους ο Γρηγόριος Πολεύκιος, φεύγει κρυφά από την Πόλη μαζί με τα λείψανα των αγίων που βρίσκονταν στο ναό που ήταν εφημέριος, του Αγίου Σπυρίδωνα και της Αγίας Θεοδώρας.

Διασχίζοντας τη Θράκη και τη Μακεδονία, φτάνει μετά από τρίχρονη περιπλάνηση, το 1456, στην Παραμυθία της Ηπείρου, αναζητώντας ασφαλή διαμονή, για να μπορέσει να προφυλάξει τα άγια λείψανα από το μαινόμενο τουρκικό όχλο. Κατά την τρίχρονη αυτή περιπλάνηση, ο ευσεβής ιερέας κατάφερε να μην προκαλέσει υποψίες σε κανένα σχετικά με τις αποσκευές του. Είχε κρύψει το δυο λείψανα σε δυο σακκιά άχυρο που κουβαλούσε στο γάιδαρό του, λέγοντας στον κάθε περίεργο ότι τα άχυρα εκείνα δεν ήταν παρά τροφή του υποζυγίου του.

Δεν έμεινε όμως πολύ καιρό στην Παραμυθία, γιατί κι αυτή σαν τουρκική πολιτεία περιέκλειε κινδύνους για την ασφάλεια του ιερέα μα προπάντων του ιερού φορτίου που προστάτευε. Έτσι την ίδια χρονιά φεύγει για την Ενετοκρατούμενη Κέρκυρα, βρίσκοντας εκεί ασφαλές καταφύγιο.

Από τότε και μέχρι σήμερα το λείψανο του Αγίου βρίσκεται στην Κέρκυρα, τοποθετημένο σε ειδική λειψανοθήκη μέσα στον ομώνυμο ναό, ο δε άγιος θεωρείται πολιούχος της πόλης. Το σώμα του διατηρείται ακέραιο, εκτός από το δεξιό βραχίονα που βρίσκεται, άγνωστο πως, στη Ρώμη μεταφερμένο εκεί από την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη ή την Κέρκυρα.

Η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 12 Δεκεμβρίου, η δε εκκλησία για να τιμήσει το άξιο τέκνο της ψάλλει το πιο κάτω Απολυτίκιο του Αγίου, εμπνευσμένο από τα πολλά του θαύματα:

«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος και θαυματουργός Θεοφόρε Σπυρίδων πατήρ ημών νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερώτατε. Δόξα τω σε στεφανώσαντι. Δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα».

Πηγή: ΑΣΣΙΑ ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Λευκωσία 1983 - Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...